- θερμάστιον
- θερμάστιον, τὸ (Α) [θέρμαστις]θερμαστρίδα, μασιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θερμαστίου — θερμάστιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμαστίῳ — θερμάστιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)